Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Χαρίλης και Αντωνία Μπούτσελη.Οι νονοί μου...τα Χαριλόνια μου......



Μερικοί άνθρωποι που γνωρίσαμε παιδιά -ειδικά σε μικρές κοινωνίες-οι οποίοι αν και δεν υπήρξαν στενοί συγγενείς μας και πού έχουν απέλθει εις τόπον χλοερόν προ πολλών ετών,παραμένουν στην μνήμη μας έντονα. Και κάθε φορά ύστερα από κάποιο ερέθισμα, επανέρχονται τόσο οι ίδιοι ως φυσιογνωμίες,όσο και διάφορα συμβάντα που ‘‘πρωταγωνίστησαν’’.
 Ενας τέτοιος άνθρωπος-φιγούρα της Καρέας,ήταν ο μπάρμπα-Χαρίλης Μπούτσελης,όπου μαζί με την σύζυγό του,την Πανιτσιώτισα  Αντωνία Ξαρχουλάκου,ήταν το ζευγάρι της Καρέας πού όλοι ήξεραν ως «τα Χαριλάκια ή Χαριλόνια».Δεν υπάρχει κανένας γέννημα-θρέμμα Καριώτης πάνω από 40 χρονώ,που να μην έχει παιδικές μνήμες από τον μπαρμπα-Χαρίλη.Μεταξύ όλων και εγώ πού είμαι καί  ο πλέον φορτωμένος με αναμνήσεις από αυτόν γιατί ήμουν αναδεξιμιός του και σχεδόν μεγάλωσα στο σπίτι του.  
Σκέφτηκα λοιπόν σήμερα,εορτή του Αγίου Χαραλάμπους,όπου γιόρταζε ο νονός μου να γράψω μερικές αράδες στην μνήμη του.
Κατ’ αρχήν μερικά για την γιορτή του.Κάθε 10 του Φλεβάρη,στις καλές μέρες της Καρέας και τις δικές του,η γιορτή του μπάρμπα Χαρίλη ήταν το … κοσμικό γεγονός της Καρέας.Ολοι σχεδόν  οι νέοι και οι νέες πήγαιναν ως επίσκεψη στο σπίτι του.Εκεί λοιπόν στο ένα από τα δύο μεγάλα δωμάτια που διέθετε το επάνω σπίτι,όπου είχε μία τραπεζαρία, ένα μεγάλο διπλό κρεββάτι,ένα σερβάν και μπαούλα,όλοι τραταριζόντουσαν από την θεία-Χαρίλαινα  με κάτι τεράστιες δίπλες πού η ίδια είχε φτιάξει μαζί με κονιάκ ή λικέρ.Στην συνέχεια επακολουθούσαν κομμένα σε μικρούς κύβους τυριά από τά δικά τους πού είχαν στα τουλούμια και στην συνέχεια ερχόντουσαν οι πιατέλες με τήν τηγανητή σκωταριά από το γουρούνι που είχαν σφάξει για την περίσταση.Και βέβαια κρασί από τις κληματαριές του κήπου ή το αμπέλι της Ριτσάς. 
 Πάντα γινόταν ένα πηγαίο και αυθόρμητο γλέντι,με μουσική από τις πλάκες ενός τεράστιου γραμμοφώνου που ίσως μόνο ο νονός μου διέθετε στην Καρέα.Τα τραγούδια ήταν όλο δημοτικά της περιοχής,αλλά και μερικά παλιά λαϊκά.Υπήρξαν και χρονιές με ζωντανή μουσική,από τον Καριώτη βιολιτζή και φίλο του νονού μου,τον μπάρμπα Σπύρο τον Τσαπατσάρη,που τον συνόδευε με ένα τρίχορδο παλιό μπουζουκάκι ο γείτονας του νονού μου μπάρμπα Γιάννης ο Βρετάκος. Σε αυτές τις περιπτώσεις το γλέντι ήτανε τρικούβερτο,έπεφτε δε από το μπαλκόνι και κάνα σμπάρο από το δίκανο του νονού μου για το καλό της γιορτής.Ολοι ξέρανε ποιο τραγούδι θέλανε να χορέψουνε.Και χορεύανε με σειρά και με λίγους στον κύκλο.Αλλά και ο νονός μου χόρευε σωστά.Καί πάντα με το γαμπριάτικο κουστουμάκι του με το σταυρωτό σακκάκι με τα μεγάλα πέτα και την αρμενίζουσα  πλούσια χαίτη των μαλιών του.
Πατέρας του νονού μου ήταν ένας παμπάλαιος ορεσείβιος Καριώτης ο κυρ Αντωνάκης Μπούτσελης που –εν αντιθέσει του υποκοριστικού- ήταν αγριωπός και διέθετε μία τεράστια μουστάκα.Τον πρόλαβα ελάχιστα και τον θυμάμαι πολύ θαμπά.Ιδιαίτερο γνώρισμά του τα άγρια αξύριστα γένια του,πού όταν με αγκάλιαζε νόμιζα ότι με τρυπάνε αγκάθια.Μάνα του νουνού μου ήταν η Καριώτισα Ασημίνα το γένος Τσαπατσάρη.Τον γέρο Αντωνάκη καλό είναι να τον θυμόμαστε και να τον μνημονεύουμε γιατί στα νεανικά του χρόνια,δηλαδή εποχή…Τρικούπη, φύτεψε ο ίδιος τον περίφημο πλάτανο της πλατείας πολύτιμο σήμα.... κατατεθέν της Καρέας.
Αλλά ας επανέλθουμε πάλι στον νονό μου.Παιδιά δεν απόκτησε.Αυτό ήταν και ο καϋμός του,αλλά και των γονιών του.Οι ασχολίες του οι συνήθεις,γεωργικές και κτηνοτροφικές.Ηταν και δεινός κυνηγός.Ηξερε που βοσκάνε και πού κρύβονται οι λαγοί.Επιανε πότε λαγούς και πότε αλεπόπουλα και προσπαθούσε να τα εξημερώσει. Ηταν μοναδικός στο να ονοματίζει τα σκυλιά του.Πρόλαβα έναν μεγάλο σκύλο που τον είχε μουλουχίσει και τον φώναζε Νασέρ και πού ενώ όλη μέρα ήταν ξάπλα, όλη την νύκτα κυνηγούσε αγρίμια πέριξ της Καρέας. Το επόμενο μία σκυλίτσα για λαγούς την ονομάτισε… ‘’Νασουπώ’’.Ενα τεράστιο δαμάλι το ονομάτισε Βρασίδα,έτσι όπως έλεγαν έναν καταζητούμενο τότες. Εμένα όταν εγεννήθηκα ήλθε και με καπάρωσε για να με βαπτίσει, φέρνοντας πέντε φάσες,πουλιά σαν τρυγόνια του Οκτώβρη.

Ειδικότητά του να πειράζει κάθε Καριώτη και Καριώτισα.Ολοι έχουν κάτι να θυμούνται.Και εγώ θυμάμαι πολλά και θα μας έπαιρνε πολλές σελίδες να τα εξιστορήσω.Από τα κεριά που έβαζε τις νύκτες σε νεκροκεφαλές από την κοκαλιάρα (νεκροταφείο) στις Δυό εκκλησίες στον δρόμο για να φοβίζει τις κοπέλες πού πήγαιναν να αμπολήσουνε το νερό από το λινοβροχείο στον Αη Νικόλα για να ποτίσουν τα μποστάνια,ως το στάρι που έβαλε μέσα σε οινόπνευμα και φούσκωσε και το έστρωσε σε μπαλκόνι και έπιασε πάνω από 300 μεθυσμένα σπουργίτια.Από τον γάτο που τον έλεγε Φλίγκο και τον πήγε στον Σωτήρα να μάθει να βγάζει λαγούς και ως τον τράγο που τον είχε εκαπιδεύσει να τον φωνάζει από μακριά και να φέρνει τις γίδες στο μαντρί.Ομως ο μεγαλύτερός του πόθος ήταν να …πετάξει. 
Ονειρευόταν τον εαυτό του ως Ικαρο.Εγώ νόμιζα ότι κάνει πλάκα.Όμως κάπου είχα δεί ότι μάζευε φτερά εκεί κάτω που τυροκόμαγε,από κοκό-ρους και άλλα μεγάλα πουλιά που σκότωνε.Να πετάξει ή τέλος πάντων να προσπαθήσει να το κάνει,κανείς δεν τον είδε.Ομως θυμάμαι μίαν ωραίαν ημέραν τον είδα στραπατσαρισμένο στο πρόσωπο.Τι έγινε νονέ? Α.. έπεσα παιδάκι μου. Οι …κακές γλώσσες έβγαλαν ότι έβαλε τα φτερά σε δύο μεγάλα καλάμια τα έδεσε και τα κόλησε πάνω σε αυτά.Και μία καλή μέρα πήγε στο βουνό,κάπου εκεί πάνω από το καρδούφι ένα δικό του κτήμα.Αφού έδεσε τα δύο καλάμια με τα φτερά στα χέρια του, ανέβηκε σε ένα βράχο και σάλτησε.Είπαμε..δεν επιβεβαιώθηκε.Και όταν μεγάλος πλέον του τόφερνα γύρω-γύρω,απέφευγε να μου πεί ευθέως τα καθέκαστα,αλλά χαμογελούσε λίγο πονηρά κάτω από το λεπτεπίλεπτο γκρίζο και αραιό μουστακάκι του.

Εμένα προσωπικά,που μικρό παιδάκι τον είχα και τον πίστευα σαν τον Κομφούκιο,με είχε καθοδηγήσει πολλές φορές να κάνω διάφορα  στον μακαρίτη τον πατέρα μου τον παπαΓιάννη.Και κάθε φορά ο πατέρας μου το καταλάβαινε ότι ήμουν καθοδηγημένος και μού έλεγε ‘‘ αυτό το παλιόπραμα ο νονός σου στα είπε ε??????’’.Από τις σε βάρος του πατέρα μου πλάκες,κορυφαία ήταν αυτή πού του έκανε  μία μέρα στην πλατεία μας,τον πλάτανο όπως λέγαμε,πού ήταν η μάνα μου,η νονά μου καθώς και άλλες πολλές Καριώτισες και φτιάχναν νήμα για τον αργαλιό.Εκεί στον φόρο της πλατείας…ρέμβαζε και ο πατέρας μου.Ηλθε λοιπόν ο νονός μου και αμόλυσε ανάμεσα στις γυναίκες έναν μεγάλο ποντικό που είχε πιάσει σε παγίδα (κατσούλα όπως την έλεγε),δικής του κατασκευής.Ο ποντικός φοβισμένος,δεν ήξερε από πού να φύγει…..Και τι έκανε???Ορμησε και χώθηκε στις καβαδόλες (ράσα) του πατέρα μου,που στο τσάκ πρόλαβε και κράτησε τον ποντικό χαμηλά στο πατζάκι του.Βέβαια έγινε το έλα να δείς και τον κατσάδιασε ο παπαΓιάννης.Αλλά την πλάκα του την είχε πραγματοποιήσει.
 Οι αναμνήσεις μου είναι ατελείωτες και από τα κυνήγια.Είχε δύο κυνηγετικά όπλα.Ενα δίκανο τσεχίας καθώς και μία μονόκανη καραμπίνα με κάνη από παλαιό καριοφίλι με μαύρη μπαρούτι, όπου μετά από κάθε ντουφεκιά σχεδόν γινόσουν μαύρος σάν από  φούμο.Γενικά ήταν ένας φιλήσυχος εργατικός άνθρωπος,αδύνατος και πάντα με το χαμόγελο και το αστείο του.Πέθανε σε ηλικία περίπου 80 χρονώ στα χέρια της Αντωνίας του,αν και στα τελευταία του δεν άκουγε σχεδόν καθόλου και την κούρασε,Μάλιστα την ….ζήλευε κιόλας.
Πρίν λίγες μέρες πέρασα από το σπίτι του.Και έκλαψε η ψυχή μου. Ερημο,σχεδόν ετοιμόροπο, θλιμένο, μουντό. Τίποτα δεν θυμίζει αυτά που εγώ και πολλοί άλλοι θυμούνται.Πάντως οι αναμνήσεις μου δεν χάθηκαν. Και ελπίζω να μην τις χάσω όσο ζώ. 

Χαριλόνια μου σάς θυμάμαι και θα σάς θυμάμαι πάντα…..
Υ.γ.-Παραπάνω βλέπετε μερικές παλαιές φωτογραφίες,αλλά και μερικές από το σπίτι τους όπως είναι σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες