Σαν σήμερα,παραμονή των Φώτων,κάθε χρόνο με τον παπαΓιάννη τον εφημέριο της πάνω και κάτω Καρέας [και πατέρα μου],μετά τον αγιασμό στην Εκκλησία,γυρίζαμε σε όλα τα σπίτια και των δύο χωριών. Ολοι οι συχωριανοί το ήξεραν και μάς περίμεναν.Γιά να αγιάσει ο παπαΓιάννης με το ματσάκι το βασιλικό με αγιασμό που είχε μέσα στην αγιαστούρα-ένα τσίγκινο σκουρόχρωμο τενεκεδάκι με χερούλι- το σπίτι ολόκληρο με τα κατώϊα και τους σταύλους.
Τότες στα χρόνια της δεκαετίας του 1960-70 λεφτά ο κόσμος και μάλιστα της άγονης Μάνης,δεν είχε.Ετσι μετά τον αγιασμό ελάχιστοι έριχναν κάνα φράγκο ή δίφραγκο στην αγιαστούρα. Οι περισσότεροι μας φίλευαν μισή ή και μία οκά λάδι.Μάλιστα το λάδι ήταν φρέσκο-φρέσκο νεόβγαλτο κατακάθαρο και πικρό ακόμα. Επειδή ο παπαΓιάννης ήταν αδύνατον να κουβαλά την αγιαστούρα,να κάνει αγιασμούς και παράλληλα να μεταφέρει και το λάδι, επιστρατευόμουν πέραν των ψαλτικών καθηκόντων κάθε φορά και γιά όσα χρόνια ήμουν γυμνασιόπαις να το κουβαλώ εγώ,συνοδεύοντάς τον στους αγιασμούς και διαδεχόμενος στα συγκεκριμένα καθήκοντα τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.
Είχα λοιπόν ένα τενεκέ μαζί μου, με ένα ξύλινο χερούλι καρφωμένο στο ανοικτό στόμιο και εκεί μέσα έριχναν οι γυναίκες το λάδι.Αν γέμιζε ο τενεκές, πεταγόμουν μέχρι την Εκκλησία όπου το άδειαζα σε άλλον κλειστό τενεκέ και επέστρεφα. Στην κάτω Καρέα ή ταβουλαριάνικα [αφού όλοι οι κάτοικοι είχαν το επώνυμο Ταβουλάρης], το σπίτι του τότε αγροφύλακα ήταν δίπατο. Κάτω κουζίνες, αποθήκες και πάνω το σπίτι. Γιά να ανέβεις επάνω υπήρχε μία στενή πέτρινη κατακόρυφη σχεδόν σκάλα με πολλά σκαλιά.
Ανέβηκε πρώτος ο παπαΓιάννης, μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο την σάλα και άρχισε το "εν Ιορδάνη..." δυνατά και ψαλτά. Εγώ τότε είχα φτάσει στο πάνα-πάνω σκαλί.Φαίνεται πως το δυνατό ψάλσιμο αναστάτωσε δύο σκύλαρους που υπήρχαν στο σπίτι και από το πουθενά τα είδα ξαφνικά μπροστά μου, θερία ανήμερα, έτοιμα να με κατασπαράξουν. Αφήνω τον τενεκέ και τρέχοντας αρχίζω να κατεβαίνω την σκάλα. Αυτά με κυνήγησαν. Αλλά φαίνεται ότι σκόνταψαν στον μισογεμάτο τενεκέ με το λάδι και τον παρέσυραν. Ε, φανταστείτε τι έγινε. Σκυλιά που γάβγιζαν. Λάδι να τρέχει στην σκάλα. Ο τενεκές να κατρακυλάει και ο παπαΓιάννης να ακούγεται στο εν Ιορδάνη. Τέλος πάντων επενέβη ο ιδιοκτήτης, έδιωξε τα σκυλιά. Εγώ βέβαια είχα γεμίσει λαδιές στα ρούχα, στα παπούτσια και τα πόδια [με κοντό παντελονάκι φυσικά ήμουν], το λάδι χύθηκε στα σκαλούνια και ο παπαΓιάννης -καλή του ώρα και Θεός 'σχωρέστον- μου είπε το αμίμητο "Αχ βρε ευλογημένε,τόσα εν Ιορδάνη πήγαν στράφι" Αλλα χρόνια. Αλλες εποχές. Με γλυκειά νοσταλγία όμως.
Υ.Γ-Εδώ και ένα ηχητικό με το Δοξαστικό τού Εσπερινού της παραμονής τών Φώτων,αλλά σε νεώτερη βέβαια ηχογράφηση αφού τότε ηχητικά ήταν μόνο τα λαγίνια.
Τότες στα χρόνια της δεκαετίας του 1960-70 λεφτά ο κόσμος και μάλιστα της άγονης Μάνης,δεν είχε.Ετσι μετά τον αγιασμό ελάχιστοι έριχναν κάνα φράγκο ή δίφραγκο στην αγιαστούρα. Οι περισσότεροι μας φίλευαν μισή ή και μία οκά λάδι.Μάλιστα το λάδι ήταν φρέσκο-φρέσκο νεόβγαλτο κατακάθαρο και πικρό ακόμα. Επειδή ο παπαΓιάννης ήταν αδύνατον να κουβαλά την αγιαστούρα,να κάνει αγιασμούς και παράλληλα να μεταφέρει και το λάδι, επιστρατευόμουν πέραν των ψαλτικών καθηκόντων κάθε φορά και γιά όσα χρόνια ήμουν γυμνασιόπαις να το κουβαλώ εγώ,συνοδεύοντάς τον στους αγιασμούς και διαδεχόμενος στα συγκεκριμένα καθήκοντα τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.
Είχα λοιπόν ένα τενεκέ μαζί μου, με ένα ξύλινο χερούλι καρφωμένο στο ανοικτό στόμιο και εκεί μέσα έριχναν οι γυναίκες το λάδι.Αν γέμιζε ο τενεκές, πεταγόμουν μέχρι την Εκκλησία όπου το άδειαζα σε άλλον κλειστό τενεκέ και επέστρεφα. Στην κάτω Καρέα ή ταβουλαριάνικα [αφού όλοι οι κάτοικοι είχαν το επώνυμο Ταβουλάρης], το σπίτι του τότε αγροφύλακα ήταν δίπατο. Κάτω κουζίνες, αποθήκες και πάνω το σπίτι. Γιά να ανέβεις επάνω υπήρχε μία στενή πέτρινη κατακόρυφη σχεδόν σκάλα με πολλά σκαλιά.
Ανέβηκε πρώτος ο παπαΓιάννης, μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο την σάλα και άρχισε το "εν Ιορδάνη..." δυνατά και ψαλτά. Εγώ τότε είχα φτάσει στο πάνα-πάνω σκαλί.Φαίνεται πως το δυνατό ψάλσιμο αναστάτωσε δύο σκύλαρους που υπήρχαν στο σπίτι και από το πουθενά τα είδα ξαφνικά μπροστά μου, θερία ανήμερα, έτοιμα να με κατασπαράξουν. Αφήνω τον τενεκέ και τρέχοντας αρχίζω να κατεβαίνω την σκάλα. Αυτά με κυνήγησαν. Αλλά φαίνεται ότι σκόνταψαν στον μισογεμάτο τενεκέ με το λάδι και τον παρέσυραν. Ε, φανταστείτε τι έγινε. Σκυλιά που γάβγιζαν. Λάδι να τρέχει στην σκάλα. Ο τενεκές να κατρακυλάει και ο παπαΓιάννης να ακούγεται στο εν Ιορδάνη. Τέλος πάντων επενέβη ο ιδιοκτήτης, έδιωξε τα σκυλιά. Εγώ βέβαια είχα γεμίσει λαδιές στα ρούχα, στα παπούτσια και τα πόδια [με κοντό παντελονάκι φυσικά ήμουν], το λάδι χύθηκε στα σκαλούνια και ο παπαΓιάννης -καλή του ώρα και Θεός 'σχωρέστον- μου είπε το αμίμητο "Αχ βρε ευλογημένε,τόσα εν Ιορδάνη πήγαν στράφι" Αλλα χρόνια. Αλλες εποχές. Με γλυκειά νοσταλγία όμως.
Υ.Γ-Εδώ και ένα ηχητικό με το Δοξαστικό τού Εσπερινού της παραμονής τών Φώτων,αλλά σε νεώτερη βέβαια ηχογράφηση αφού τότε ηχητικά ήταν μόνο τα λαγίνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου