Αύγουστος 1981.Παραμονή της Παναγίας.Είμαι
Πρωτοψάλτης από το 1978 στον ιερό Ναό Κοιμήσεως Θτκου Βούλας.Μία μικρή όμορφη
εκκλησιά, απέναντι από το νοσοκομείο «Ασκληπιείον Βούλας» στην παραλιακή
λεωφόρο προς Βάρκιζα και Σούνιο. Εφημέριοι του Ναού είναι δύο εξαίρετοι
έγγαμοι ιερείς ο παπά Μιχάλης από την Κρήτη και ο παπά Σταμάτης Σκλήρης,πού ήταν
ιατρός και αγιογράφος. Επίτροπος και ταμίας ο ευγενέστατος και λίαν ευκατάστατος
κ.Αλεξιάς.
Τούς πρότεινα να
προσκαλέσουμε τον αείμνηστο Δάσκαλο και ψαλτικό μου
ίνδαλμα,Αρχοντα Πρωτοψάλτη κυρ Θρασύβουλο Στανίτσα να ψάλλει στην πανήγυρη του
Ναού.Αποδέχθησαν και άφησαν τις «διαπραγματεύσεις» σε μένα.Τού τηλεφώνησα και δέχθηκε την πρόσκληση. Φανταστείτε
την χαρά μου αλλά και την αγωνία μου.Δύο-τρείς μέρες πριν τήν εορτή με πήρε στο τηλέφωνο καί με ρώτησε πού
είναι η εκκλησία και πώς να έλθει.Τού εξήγησα και τον ρώτησα με δισταγμό και
τρακ τι θα ψάλλουμε για να έχω προετοιμασθεί. Θυμάμαι ακριβώς τα λόγια πού μού
είπε: «Ε μπρέ παιδί μου, Πρίγγο θα ψάλλουμε,όπως πάντα,τι άλλο…Μη φοβάσαι»
Την παραμονή το απόγευμα λοιπόν
εγώ από τις 5.30 απίκο στην εκκλησία. Ο εσπερινός άρχιζε στις 7.Είχα
ειδοποιήσει βασικά τον αδελφικό μου φίλο τον Θόδωρο Βασιλείου για βοήθεια,έναν
νεαρό τότε της ψαλτικής τον Γιώργο Ρουμπέση,τον αείμνηστο συμπατριώτη και
ισοκράτη μου Ευριπίδη Σακελάκο,έναν ακόμη φίλο Δικηγόρο τον Κώστα και κάνα δύο
άλλους.
Πάει η ώρα 6.30,πάει 7 παρά
τέταρτο,πουθενά ο Στανίτσας. Ηλθε για να χοροστατήσει ένας Επίσκοπος τού Πατριαρχείου Κων-πόλεως και μπήκε από την πόρτα του ιερού. Τού
εξήγησα ότι περιμένουμε τον Στανίτσα καί μού λέει «μα φυσικά θα περιμένουμε τον
Αρχοντα-ήμουν Διάκος του στο Πατριαρχείο».Τελικά κατά τις 7.10 να ο Αρχοντας, ατσάκιγος,
με το κουστούμι του, γραβάτα, ξενόκουμπα κλπ κλπ.
Φόρεσε το ράσο μου καί ανέβηκε στο δεξιό αναλόγιό μου. Πήγα στό αριστερό και επειδή δεν είχε έλθει ακόμα κανένας να τον βοηθήσει πήγε ο φίλος μου ο Θόδωρος για ισοκράτημα.Εκανε ο Δεσπότης κανονικά είσοδο,τού έψαλλε «εις πολλά…» και μετά ψάλλαμε Ανοιξαντάρια του Φωκαέως.Δεν με είχε ξανακούσει. Κατάλαβα ότι δεν τον ενοχλούσα.Μπορεί και να τού άρεσα,αφού σχεδόν στα περισσότερα ακούγεται πού με ισοκρατεί.Βέβαια έψαλλα και στο ύφος του.
Φόρεσε το ράσο μου καί ανέβηκε στο δεξιό αναλόγιό μου. Πήγα στό αριστερό και επειδή δεν είχε έλθει ακόμα κανένας να τον βοηθήσει πήγε ο φίλος μου ο Θόδωρος για ισοκράτημα.Εκανε ο Δεσπότης κανονικά είσοδο,τού έψαλλε «εις πολλά…» και μετά ψάλλαμε Ανοιξαντάρια του Φωκαέως.Δεν με είχε ξανακούσει. Κατάλαβα ότι δεν τον ενοχλούσα.Μπορεί και να τού άρεσα,αφού σχεδόν στα περισσότερα ακούγεται πού με ισοκρατεί.Βέβαια έψαλλα και στο ύφος του.
Εβαλε το αργό κεκραγάριο σε Α ήχο
του Ιακώβου και όλα τα υπόλοιπα από Πρίγγο.Εκεί στο κεκραγάριο ήλθαν γιά
βοήθειά του ο μόνιμος εν Ελλάδι βοηθός του αείμνηστος Κώστας Ζαρακοβίτης και
ο αντικαταστάτης του στον Αγιο Δημήτριο και μαθητής του Ευάγγελος Μένεγας.
Θυμάμαι τα πάντα σαν να ήταν χθές.Τους
χρόνους,τις κινήσεις του, τις τονικότητες,όλα.Τελικά όλα πήγαν καλά.Και στο
τέλος με χάϊδεψε στο κεφάλι πατρικά λέγοντας ‘μπράβο,καλά τά πες’.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ καί ένα ευτράπελο πού έγινε στο τέλος. Ηλθε λοιπόν ο ταμίας μετά το ‘δι ευχών’ στο ιερό πού καθόταν ο Δάσκαλος και του έδοσε έναν φάκελλο με την αμοιβή του,πού ήταν τότε πολύ αδρή,δηλαδή δέκα χιλ.δραχμές,περίπου όσο ένας μηνιαίος μισθός υπαλλήλου. Οταν έπιασε τον φάκελλο,χωρίς να τον ανοίξει με φώναξε και μού λέει «Δέκα δεν συμφωνήσαμε?? Εδώ μέσα δεν είναι τόσα…» Εγώ έμεινα από την απορία μου πώς το κατάλαβε από το πάχος τού φακέλλου ότι ήταν λιγώτερα. Τελικά ήλθε ο ταμίας, τον άνοιξε και πράγματι είχε βάλλει πέντε αντί δέκα χιλιάδες σε χιλιάρικα από λάθος καί αμέσως βέβαια συμπλήρωσε τα υπόλοιπα. Καί τότες μού λέει ο Δάσκαλος ‘ έλα πάμε να τα φάμε εδώ στις καλές παραλιακές ταβέρνες’.Ομως δεν πήγα γιατί ο μόλις ενός έτους υιός μου Γιάννης ψηνόταν εκείνο το απόγευμα στον πυρετό και ήμουν σε …..αναμμένα κάρβουνα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ καί ένα ευτράπελο πού έγινε στο τέλος. Ηλθε λοιπόν ο ταμίας μετά το ‘δι ευχών’ στο ιερό πού καθόταν ο Δάσκαλος και του έδοσε έναν φάκελλο με την αμοιβή του,πού ήταν τότε πολύ αδρή,δηλαδή δέκα χιλ.δραχμές,περίπου όσο ένας μηνιαίος μισθός υπαλλήλου. Οταν έπιασε τον φάκελλο,χωρίς να τον ανοίξει με φώναξε και μού λέει «Δέκα δεν συμφωνήσαμε?? Εδώ μέσα δεν είναι τόσα…» Εγώ έμεινα από την απορία μου πώς το κατάλαβε από το πάχος τού φακέλλου ότι ήταν λιγώτερα. Τελικά ήλθε ο ταμίας, τον άνοιξε και πράγματι είχε βάλλει πέντε αντί δέκα χιλιάδες σε χιλιάρικα από λάθος καί αμέσως βέβαια συμπλήρωσε τα υπόλοιπα. Καί τότες μού λέει ο Δάσκαλος ‘ έλα πάμε να τα φάμε εδώ στις καλές παραλιακές ταβέρνες’.Ομως δεν πήγα γιατί ο μόλις ενός έτους υιός μου Γιάννης ψηνόταν εκείνο το απόγευμα στον πυρετό και ήμουν σε …..αναμμένα κάρβουνα.
Αξέχαστη ανθρώπινη ανάμνηση και σπουδαία
ψαλτική εμπειρία.
Υ.γ.-Εκτός από τις φωτογραφίες
παραθέτω και το αργό κεκραγάριο πού ψάλλαμε. Βέβαια τα μέσα ηχογράφησης τότε ήταν χάλια.Επίσης αν ακούγεται πού και πού έντονος θόρυβος αυτός είναι από τα αεροπλάνα πού τότες προσγειώνονταν στο Ελληνικό και περνούσαν κάθε λίγο ξυστά από την Εκκλησία.
Ως εόρτιο κέρασμα……και γιά Χρόνια
πολλά.
Καλή αυριανή.
Καλή αυριανή.
Είναι όμορφο που μοιράζεστε τις εμπειρίες σας μαζί μας. Λίγοι είχαν την τύχη να μαθητεύσουν δίπλα σε ψάλτες όπως ο Στανίτσας και να γίνουν συνεχιστές του πατριαρχικού ύφους. Και μέσα από τις μαρτυρίες σας, φαίνεται και πόσο γενναιόδωρος ήταν σε ψαλτικό όσο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε αγάπη και εκτίμηση στο πρόσωπο σας
Κώστας από Τρίπολη.
εὐχαριστοῦμε γιά τίς ἀναμνήσεις σας, κύριε Παναγιώτη. Τυχερός πού ζήσατε τέτοιες μεγάλες στιγμές!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε πολύ, κ.Τζανάκο, να είστε καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφή